-
1 буква
το γράμμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > буква
-
2 буква
букваж τό γράμμα/ τό στοιχεῖο[ν] (шрифта):прописная \буква τό κεφαλαίο γράμμα; строчная \буква τό μικρό γράμμα; ◊ \буква закона τό γράμμα τοῦ νόμου. -
3 буква
-ы θ.1. γράμμα (αλφαβήτου)•строчная буква το μικρό γράμμα•
прописная, заглавная -το κεφαλαίο γράμμα•
начальная буква το αρχικό γράμμα.
2. το τυπικό•переводчик должен передавать дух, а не -у ο μεταφραστής πρέπει να αποδίδει το πνεύμα (νόημα) και να μη μεταφράζει κατά γράμμα.
εκφρ.буква в -у – κατά γράμμα (ακριβώς)•быть, оставаться мертвой -ой – είμαι, μένω νεκρό γράμμα (χωρίς πρακτική εφαρμογή), λέγεται για νόμο, απόφαση.